- κολλήσιμος
- κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) [κολλώ]1. ο συγκολλημένος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμονδέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.
Dictionary of Greek. 2013.